- διακλυσμός
- ο [διακλύζω]καθαρισμός κοιλότητας τού σώματος με κλύσμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διακλυσμοῖς — διακλυσμός clyster masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακλυστήρας — ο [διακλύζω] το κλύσμα με το οποίο γίνεται ο διακλυσμός … Dictionary of Greek